- γενητόν
- γενητόςoriginatedmasc acc sgγενητόςoriginatedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενητός — γενητός, ή, όν (AM) αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού «δύο κυρίοις… … Dictionary of Greek
ԵՂԵԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 13c գ. τὸ εἵναι esse, existentia Եղանութիւն. լինելութիւն. գոլն. էանալն. *Ի մարիամա՞յ եղեւ սկիզբն եղելութեան նորա. ո՛չ. այլ ի սկզբանէ էր. Ածազգ. ՟Ժ՟Ա: *Ըստ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)